- γήρας
- Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό επαγγελματική ζωή. Σήμερα ο άνθρωπος, χάρη στις προόδους της επιστήμης, ζει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Πράγματι, αν συγκρίνουμε τον μέσο όρο ζωής της ρωμαϊκής εποχής (23 χρόνια) ή ακόμα και των αρχών του 20ού αι. (42 χρόνια) με τον σημερινό (περ. 65 χρόνια), γίνεται φανερό ότι η παράταση της ζωής είναι μία από τις μεγαλύτερες υγειονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις της εποχής μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος νίκησε το γ.· σημαίνει απλώς ότι το παρέτεινε. Πράγματι, η παράταση της ζωής δεν χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση των φαινομένων του γ., όπως αποδεικνύεται για παράδειγμα από το γεγονός ότι η κλιμακτήριος ηλικία, τόσο του άντρα όσο και της γυναίκας, δεν μετατοπίστηκε προς μεγαλύτερες ηλικίες.
Φυσιολογικά, το γ. χαρακτηρίζεται από μία σειρά μεταβολών, όπως ελάττωση του βασικού μεταβολισμού, προοδευτική μείωση της μυϊκής δύναμης, αλλοιώσεις της οπτικής και ακουστικής λειτουργίας, ελάττωση του αερισμού των πνευμόνων, αλλοιώσεις της καρδιάς και των αγγείων (μεταξύ των οποίων κυριαρχεί η αρτηριοσκλήρωση) κ.ά. Όλα αυτά, ακόμα και όταν δεν μεταβάλλουν σε μεγάλο βαθμό τις φυσιολογικές λειτουργίες κάθε οργανικού συστήματος, προκαλούν πάντως έναν περιορισμό στη λειτουργική ικανότητα και γενικότερα στην προσαρμοστικότητα του οργανισμού.
Σκοπός της υγιεινής του γ. είναι ακριβώς η πρόληψη (με την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή) ή τουλάχιστον ο περιορισμός εκείνων των βιολογικών μεταβολών που συχνά αποτελούν αιτία μαρασμού των γερόντων.
Ψυχολογικά, το γ. χαρακτηρίζεται από μία σειρά μεταβολών στη νόηση, στο συναίσθημα και στη λογική. Τυπικές είναι η ελάττωση της μνήμης, η αδυναμία απόκτησης νέων γνώσεων, η μείωση των διανοητικών ικανοτήτων, η επιθετικότητα και η ισχυρογνωμοσύνη, η πνευματική ακαμψία, που συχνά προκαλεί στερεότυπη και συντηρητική συμπεριφορά κ.ά., μέχρι σχηματισμού της πολύπλοκης εκείνης εικόνας των ψυχικών μεταβολών, που αποκαλείται γεροντική απροσαρμοστικότητα. Αυτές οι μεταβολές κάθε ψυχικής δραστηριότητας, τις περισσότερες φορές οδηγούν στην αλλαγή ολόκληρης της προσωπικότητας του ηλικιωμένου. Παρ’ όλα αυτά, τόσο οι ψυχικές μεταβολές όσο και η γεροντική απροσαρμοστικότητα δεν παρουσιάζονται απαραίτητα σε όλους τους ηλικιωμένους, αλλά και όταν εμφανίζονται, δεν εκδηλώνονται σε όλα τα άτομα με τα ίδια χαρακτηριστικά (συμπτώματα) ποιοτικά και ποσοτικά. Πράγματι, οι ψυχολόγοι απέδειξαν ότι συνήθως πλήττονται περισσότερο οι ψυχικές εκείνες λειτουργίες που τις χρησιμοποίησε λιγότερο το άτομο στην ηλικία της ωριμότητας, ενώ εκείνες που ασκούνται συχνότερα παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτες. Τις περισσότερες φορές, οι αρνητικές φάσεις ξεπερνιούνται και γίνεται μία αναπροσαρμογή, στην οποία μπορούν να συμβάλουν σημαντικά τα κατάλληλα μέτρα υγιεινής και περίθαλψης, που τείνουν όλο και περισσότερο να αναπληρώσουν τις ελλείψεις που η σύγχρονη οικογένεια επιφυλάσσει στους ηλικιωμένους.
* * *(-ατος), το (AM γῆρας)η γεροντική ηλικία, τα γεράματααρχ.-μσν.1. τέλος, φθορά2. το παλιό δέρμα τού φιδιού, το φιδοπουκάμισοαρχ.κέλυφος τών οστρακόδερμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. γήρας, γηράσκω και γηράω συνδέονται με το γέρας*, που είναι το παλαιότερο ουσιαστικό αυτής τής οικογένειας. Αντίθετα προς το γέρας που διατήρησε τη σημασία τής «τιμής», η αρχική έννοια τής «γηραιότητας» διατηρήθηκε στον παράλληλο τ. γήρας και στον ρηματικό τ. γηράσκω τών οποίων το ριζικό φωνήεν, όπως και σε άλλους ρηματικούς τύπους, εμφανίζεται παρεκτεταμένο. Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η μακρότητα τού ριζικού φωνήεντος είναι αναλογική προς τους τύπους ήβη, ηβαίω, που έχουν αντίθετη έννοια. Πιθανότερη όμως είναι η απόδοση τής ύπαρξης τού μακρού φωνήεντος σε αρχικό αθέματο αόριστο εγήρα (πρβλ. αρχ. ινδ. jari-mάn - [με βραχύ φωνήεν] «γηραιότητα», jāri-suh [με μακρό φωνήεν], τ. τού αορίστου)].
Dictionary of Greek. 2013.